κτίστης

κτίστης
και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω]
1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος
2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ)
αρχ.
1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως μιας πόλης
2. ανορθωτής, επανορθωτής, σωτήρας («σωτῆρα καὶ κτίστην ἀνακαλούντων τῆς πατρίδος», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κτίστης — founder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστῆς — κτιστός wrought fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσται — κτίστης founder masc nom/voc pl κτίστᾱͅ , κτίστης founder masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστῶν — κτίστης founder masc gen pl κτιστός wrought fem gen pl κτιστός wrought masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσταις — κτίστης founder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστη — κτίστης founder masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστην — κτίστης founder masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστου — κτίστης founder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστῃ — κτίστης founder masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστῃσιν — κτίστης founder masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”